Δημοσιεύσεις

Σύμφωνο Συμβίωσης

Εύη Ξουρή
Δικηγόρος

Α. ΓΕΝΙΚΑ 

Στην Ελλάδα το σύμφωνο συμβίωσης ρυθμίζεται στο Ν. 4356/2015, με τον οποίο αντικαταστάθηκε ο Ν. 3719/2008. Σε όλες τις σχέσεις μεταξύ των συντρόφων εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για την έγγαμη συμβίωση (οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα), μόνο όταν δεν υπάρχει αντίθετη ή όταν δεν υπάρχει καθόλου ρύθμιση από πλευράς των συμφωνούντων συμβίων.

Το σύμφωνο συμβίωσης είναι μία συμφωνία δύο ενηλίκων ατόμων (ομόφυλων ή ετερόφυλων) που καταρτίζεται αποκλειστικά και μόνο αυτοπροσώπως, με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο Ληξιαρχείο του τόπου κοινής κατοικίας των μερών που αναγράφεται στο σύμφωνο, και σε περίπτωση κατά την οποία δεν αναγράφεται κοινή κατοικία αυτών, στον Ληξίαρχο του τόπου κατοικίας του ενός μόνο εκ των συμβαλλομένων, ο οποίος προβαίνει στη δήλωση. Η καταχώριση στο οικείο Ληξιαρχείο συνεπάγεται τη δημιουργία κοινής οικογενειακής μερίδας των συμβιούντων.

Αναφορικά με τη ρύθμιση των προσωπικών σχέσεων που επιφέρει το σύμφωνο συμβίωσης λεκτέα τα εξής. Καταρχήν, το σύμφωνο συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των συμβίων. Τα μέρη όμως μπορούν να συμφωνήσουν ρητά σε όρο που θα αναγράφεται ειδικά στο σύμφωνο, να χρησιμοποιεί έκαστος εξ αυτών το επώνυμο του άλλου στις κοινωνικές σχέσεις ή να το προσθέτει στο δικό του και πάλι μόνο όσον αφορά στις κοινωνικές σχέσεις. Στο γάμο, αντιθέτως, επιτρέπεται η μετά από συμφωνία προσθήκη του επωνύμου του άλλου τόσο στις κοινωνικές όσο και στις έννομες σχέσεις.

Ως προς το επώνυμο των τέκνων που θα γεννηθούν κατά τη διάρκεια του συμφώνου ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του (λόγω της ύπαρξης του τεκμηρίου καταγωγής του τέκνου που ισχύει για το εν λόγω διάστημα), οι γονείς του τέκνου μπορούν να το επιλέξουν είτε με κοινή και αμετάκλητη δήλωσή τους που περιέχεται στο σύμφωνο, είτε σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο που θα υπογραφεί απαραιτήτως πριν από τη γέννηση του πρώτου τέκνου.Η επιλογή του επωνύμου όμως έχει περιοριστικούς όρους, υπό την έννοια ότι πρέπει να είναι απαραιτήτως κοινό για όλα τα τέκνα, να είναι υποχρεωτικώς το επώνυμο του ενός από τους γονείς ή συνδυασμός των επωνύμων τους και να μην περιλαμβάνει περισσότερα από δύο επώνυμα. Αν παραλειφθεί σχετικός ειδικός όρος για τη ρύθμισή του, τότε θα έχει σύνθετο επώνυμο αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του, με πρώτο κατά σειρά το επώνυμο του γονέα με αρχικό που προηγείται αλφαβητικά και εφόσον το επώνυμο του ενός γονέα ή και των δύο είναι σύνθετα, τότε το επώνυμο του τέκνου θα σχηματιστεί με το πρώτο από τα δύο επώνυμα.

Για τη γονική μέριμνα δεν τίθεται ζήτημα συμφωνίας των μερών, αλλά ανήκει και στους δύο γονείς και ασκείται από κοινού. Κατά συνέπεια, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη γονική μέριμνα των παιδιών που κατάγονται από γάμο (ως προς την επιμέλεια, τη διοίκηση περιουσίας, την ευθύνη και δαπάνες των γονέων, τους κανόνες για παύση και αδράνεια της γονικής μέριμνας).

Ως προς τις λοιπές επιμέρους προσωπικές σχέσεις, τα μέρη του συμφώνου, ετερόφυλα ή ομόφυλα, έχουν το ένα απέναντι στο άλλο τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από το αστικό δίκαιο (1386-1387 ΑΚ) όπως λ.χ την αμοιβαία υποχρέωση και το αμοιβαίο δικαίωμα για συγκατοίκηση, πίστη, σεβασμό, συμπαράσταση και προστασία της ζωής, της υγείας ή της τιμής του άλλου, εκτέλεση οικιακών εργασιών, λήψη κοινών αποφάσεων για θέματα του κοινού βίου κλπ. Σε περίπτωση παράβασης κάποιας από τις ανωτέρω υποχρεώσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτή ως κλονιστικό γεγονός και δεν μπορεί να προβληθεί σε κάποια δίκη διαζυγίου, καθώς η λύση του συμφώνου δεν επέρχεται με διαζύγιο, αλλά με τους τρόπους που αναφέρονται κατωτέρω.

Αναφορικά με τις περιουσιακές σχέσεις των συμβίων, υπάρχει η δυνατότητα να τις ρυθμίσουν με συμφωνία τους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα παραιτηθούν συνολικά και εκ των προτέρων από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (1400 ΑΚ). Παραίτηση από την εν λόγω αξίωση δεν μπορεί να υπάρξει καθώς πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου που αποτελεί έκφραση της αρχής της ισότητας με στόχο την προστασία του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου και εν προκειμένω του συντρόφου. Επιτρεπτή όμως είναι η εκ των προτέρων παραίτηση από το δικαίωμα διατροφής μόνο για το διάστημα μετά τη λύση της συμβίωσης, η οποία πρέπει να είναι κοινή και για τα δύο μέρη του συμφώνου και δεν επιτρέπεται η μονομερής παραίτηση που αδικεί τον ένα σύντροφο και ευνοεί τον μη παραιτηθέντα. Σε διαφορετική περίπτωση, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για τη διατροφή μετά το διαζύγιο, εξομοιώνονται δηλαδή οι συμβίοι με συζύγους. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να συμφωνηθεί η επιλογή του συστήματος κοινοκτημοσύνης, τα τεκμήρια για τα κινητά πράγματα, τη διαχείριση της περιουσίας του ενός μέρους από το άλλο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα παραβιάζουν τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης οι οποίες διατρέχουν όλες τις διατάξεις του παρόντος νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης. Συνεπώς, η σύναψη γάμου/συμφώνου επιφέρει πληθώρα εννόμων συνεπειών, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνεται η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης των συζύγων/συμβίων. Ειδικότερα το άρθρο 1397 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι «……ο γάμος δεν μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων». Δηλαδή, ακόμα και μετά την τέλεση του γάμου/σύναψη συμφώνου οι περιουσίες των δύο συζύγων παραμένουν χωριστές και ο κάθε σύζυγος διαχειρίζεται την δική του κατά βούληση. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η απόκτηση κοινών περιουσιακών αγαθών από τους συζύγους/συμβιούντες, ωστόσο η κοινή κτήση δεν επέρχεται λόγω του γάμου/συμφώνου, αλλά απαιτείται η αξιοποίηση άλλων νομικών θεσμών, όπως πχ συγκυριότητα κλπ.

Αναφορικά με το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους. Υπάρχει ωστόσο και η δυνατότητα το κάθε μέρος να παραιτηθεί εξ αρχής από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα, δηλώνοντας αυτό ρητά στο συμβολαιογραφικό έγγραφο σύναψης, επιλέγοντας να διατηρήσει την περιουσιακή του αυτοτέλεια και να ρυθμίσει διαφορετικά την κληρονομική του διαδοχή. Εδώ χρειάζεται προσοχή κατά τη σύνταξη του συμφώνου ώστε να περιληφθεί η ανωτέρω συμφωνία, εφόσον τα μέρη το επιθυμούν.

Το σύμφωνο λύεται με τρεις τρόπους. Αρχικά, με κοινή συμφωνία των μερών, για την οποία ο νόμος απαιτεί την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους ενώπιον του συμβολαιογράφου η οποία συμφωνία θα περιβληθεί συμβολαιογραφικό τύπο. Δεύτερος τρόπος είναι η μονομερής συμβολαιογραφική δήλωση του ενός μέρους εφόσον έχει επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση. Για τη μονομερή αυτή λύση δεν απαιτείται μάλιστα η προβολή οποιασδήποτε συγκεκριμένης δικαιολογίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις του κατ’ αντιδικίαν διαζυγίου μετά από γάμο. Η λύση του συμφώνου ισχύει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου που περιέχει τη συμφωνία ή τη μονομερή δήλωση στο ληξίαρχο όπου έχει καταχωριστεί και η σύστασή του. Τρίτος τρόπος λύσης του συμφώνου είναι η αυτοδίκαιη λύση, όταν συνάπτεται γάμος μεταξύ των μερών, και σε καμία περίπτωση ο γάμος του ενός μέρους με τρίτο πρόσωπο. Τουναντίον, ενόσω υφίσταται το σύμφωνο συμβίωσης, το μέρος που επιθυμεί να συνάψει γάμο με τρίτο πρόσωπο δεν μπορεί να το κάνει, γιατί η ύπαρξη του συμφώνου συμβίωσης αποτελεί κώλυμα για τη σύναψη του γάμου. Όπως και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις λύσης, έτσι και σε αυτήν την περίπτωση της αυτοδίκαιης λύσης είναι υποχρεωτική η καταχώριση στο ληξιαρχείο, από οποιονδήποτε εκ των συμβληθέντων.

Τέλος, επισημαίνεται ότι τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης εξομοιώνονται πλήρως με τους έγγαμους ως προς κάθε κοινωνικοασφαλιστικό δικαίωμα, παροχή, υποχρέωση ή περιορισμό που προβλέπεται στην κοινωνικοασφαλιστική και προνοιακή νομοθεσία μας (βλ. αρ. 12 του Ν.4356/2015 σε συνδυασμό με το άρθρο 16 Ν.4387/2016). Με βάση το άρθρο 12 του Νόμου που ρυθμίζει το σύμφωνο συμβίωσης, κατοχυρώνεται η δυνατότητα της ανάλογης εφαρμογής διατάξεων λ.χ του ασφαλιστικού, εργατικού, συνταξιοδοτικού, δημοσιοϋπαλληλικού κλπ δικαίου, όπως για παράδειγμα ως προς το δικαίωμα συνυπηρέτησης ή παρέμβασης σε ιατρικά θέματα και γενικότερα σε θέματα που αφορούν το ζευγάρι ως οικογένεια. Επιπλέον, τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης έχουν μεταξύ τους την ιδιότητα των “οικείων” καθώς αποτελούν ‘οικογένεια’ και μπορούν να είναι δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνηςσε περίπτωση θανάτωσης του ενός εξ αυτών.

Όσον αφορά το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συμβίου (χωρίς διαθήκη), ο σύμβιος που επιζεί συντρέχει ως κληρονόμος με τους συγγενείς της πρώτης τάξης στο τέταρτο (1/4) της κληρονομίας, ενώ με τους συγγενείς των άλλων τάξεων στο μισό (1/2) της κληρονομίας (ΑΚ 1820 εδ. α΄). Αν δεν υπάρχουν καθόλου συγγενείς πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης τάξης, ο επιζών σύμβιος καλείται στην πέμπτη τάξη ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος και παίρνει ολόκληρη την κληρονομία (ΑΚ 1821).

Β. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

N. 4356/24-12-2-2015 / Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ 181Α. 

1.- Σύσταση.

Η συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους, με την οποία ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους (σύμφωνο συμβίωσης) καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου.

2.- Προϋποθέσεις.

1. Για τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα.
2. Δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης : α) αν υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή του ενός από αυτά,
β)
 μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, καθώς και μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και γ) μεταξύ εκείνου που υιοθέτησε και αυτού που υιοθετήθηκε.
3. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου συνεπάγεται την ακυρότητα του συμφώνου συμβίωσης. Ακυρότητα συνεπάγεται και η εικονικότητα του συμφώνου.

3.- Άκυρο και ακυρώσιμο σύμφωνο.

1. Η κατά το προηγούμενο άρθρο ακυρότητα κηρύσσεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Την αγωγή ασκεί, εκτός από τα μέρη, και όποιος προβάλλει έννομο συμφέρον οικογενειακής φύσης, καθώς και ο εισαγγελέας αυτεπαγγέλτως, αν το σύμφωνο αντίκειται στη δημόσια τάξη.

2. Σε περίπτωση ελαττωμάτων της βούλησης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τον ακυρώσιμο γάμο. Η σχετική δικαστική απόφαση απαιτείται να γίνει αμετάκλητη.
3. Με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση, που ακυρώνει το σύμφωνο συμβίωσης, αίρονται αναδρομικά τα αποτελέσματά του. Η ακύρωση του συμφώνου δεν επηρεάζει την πατρότητα των τέκνων.

4.- Επώνυμο.

Το σύμφωνο συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των μερών. Ο καθένας μπορεί, εφ’ όσον συγκατατίθεται ο άλλος, να χρησιμοποιεί στις κοινωνικές σχέσεις το επώνυμο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του.

5.- Σχέσεις των μερών.

1. Στις προσωπικές σχέσεις των μερών του συμφώνου μεταξύ τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εφ’ όσον δεν υπάρχει διαφορετική ειδική ρύθμιση στον παρόντα ή άλλο νόμο.
2. Στις μη προσωπικές σχέσεις των μερών μεταξύ τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εκτός αν τα μέρη τις ρυθμίσουν διαφορετικά κατά τη σύναψη του συμφώνου με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης.
Τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή της.

6.Στην περίπτωση ελεύθερης συμβίωσης χωρίς σύμφωνο, η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί μετά την έναρξη της συμβίωσης (αποκτήματα) κρίνεται κατά τις γενικές διατάξεις του αδικαιολόγητου
πλουτισμού. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς δίκες.

7.- Λύση.

1. Το σύμφωνο συμβίωσης λύνεται:

α) με συμφωνία των μερών, που γίνεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο,

β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφ’ όσον έχει επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις (3) μήνες από την επίδοση και
γ) αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών.

2
. Η λύση του συμφώνου συμβίωσης ισχύει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που περιέχει τη συμφωνία ή τη μονομερή δήλωση, στο ληξίαρχο όπου έχει καταχωριστεί και η σύστασή του.
3. Για τη διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη διατροφή μετά το διαζύγιο, εκτός αν τα μέρη παραιτηθούν από το σχετικό δικαίωμα κατά την κατάρτιση του συμφώνου.

8.- Κληρονομικό δικαίωμα.

Ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους. Κατά την κατάρτιση του Συμφώνου το κάθε μέρος μπορεί  να παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα.

9.- Τεκμήριο πατρότητας.

Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες (300) ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του Συμφώνου, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το Σύμφωνο. Το τεκμήριο ανατρέπεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Τα άρθρα 1466 επ. ΑΚ, καθώς και τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ, εφαρμόζονται αναλόγως.

10.- Επώνυμο τέκνων.

Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες (300) ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του συμφώνου, φέρει το επώνυμο που επέλεξαν οι γονείς του με κοινή και αμετάκλητη δήλωσή τους, που περιέχεται στο σύμφωνο ή σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο πριν από τη γέννηση του πρώτου τέκνου. Το επώνυμο που επιλέγεται είναι κοινό για όλα τα τέκνα και είναι υποχρεωτικά το επώνυμο του ενός από τους γονείς ή συνδυασμός των επωνύμων τους. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από δύο επώνυμα. Αν η δήλωση παραλειφθεί, το τέκνο θα έχει σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του. Πρώτο τίθεται το επώνυμο με αρχικό που προηγείται στο αλφάβητο. Αν το επώνυμο του ενός ή και των δύο γονέων είναι σύνθετο, το επώνυμο του τέκνου θα σχηματιστεί με το πρώτο από τα δύο επώνυμα.

11.- Γονική μέριμνα.

1. Η γονική μέριμνα του τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες (300) ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του συμφώνου, ανήκει στους δύο γονείς και ασκείται από κοινού.

Οι διατάξεις του ΑΚ για τη γονική μέριμνα των τέκνων που κατάγονται από γάμο εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
2
. Αν το σύμφωνο συμβίωσης λυθεί ή ακυρωθεί, για την άσκηση της γονικής μέριμνας εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 1513 ΑΚ.

12.- Ανάλογη εφαρμογή άλλων διατάξεων – Εξουσιοδοτήσεις.

Άλλες διατάξεις νόμων που αφορούν αξιώσεις των συζύγων μεταξύ τους, καθώς και αξιώσεις, παροχές και προνόμια έναντι τρίτων ή έναντι του Δημοσίου εφαρμόζονται αναλόγως και στα μέρη του συμφώνου, εφ’ όσον δεν υπάρχει διαφορετική ειδική ρύθμιση στον παρόντα ή άλλο νόμο. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορεί να προσαρμόζονται, όπου αυτό απαιτείται, οι κείμενες διατάξεις του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, στις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

13.- Πεδίο εφαρμογής.

1. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται σε κάθε σύμφωνο συμβίωσης, εφ’ όσον τούτο καταρτίζεται στην Ελλάδα ή ενώπιον ελληνικής προξενικής αρχής.
2. Οι προϋποθέσεις σύναψης, οι σχέσεις των μερών μεταξύ τους και οι προϋποθέσεις και συνέπειες της λύσης των συμφώνων συμβίωσης, που δεν υπάγονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, διέπονται από το δίκαιο του τόπου όπου καταρτίστηκαν. Για την κληρονομική διαδοχή εφαρμόζονται οι σχετικοί κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Κατά τα λοιπά, τα σύμφωνα συμβίωσης της παρούσας παραγράφου δεν αναπτύσσουν στην ελληνική έννομη τάξη περισσότερα αποτελέσματα από αυτά που προβλέπονται στον παρόντα νόμο.

14.- Τροποποίηση διατάξεων του Αστικού Κώδικα.

Τα άρθρα 1354, 1462, 1463 και 1576 ΑΚ τροποποιούνται ως εξής:

«Άρθρο 1354.- Κώλυμα από γάμο που υπάρχει ή από σύμφωνο συμβίωσης με τρίτον»
Εμποδίζεται η σύναψη γάμου πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος που υπάρχει, καθώς και πριν λυθεί ή ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση το σύμφωνο συμβίωσης που συνδέει τον ένα μελλόνυμφο με τρίτον. Οι σύζυγοι μπορούν να επαναλάβουν την τέλεση του μεταξύ τους γάμου και πριν αυτός ακυρωθεί.»

«Άρθρο 1462 – Αγχιστεία»                      

Οι συγγενείς εξ αίματος του ενός από τους συζύγους είναι συγγενείς εξ αγχιστείας του άλλου στην ίδια γραμμή και στον ίδιο βαθμό. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης. Η συγγένεια εξ αγχιστείας εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης από το οποίο δημιουργήθηκε.»

«Άρθρο 1463»

Η συγγένεια του προσώπου με τη μητέρα του και τους συγγενείς της συνάγεται από τη γέννηση. Η συγγένεια με τον πατέρα και τους συγγενείς του συνάγεται από το γάμο ή το σύμφωνο συμβίωσης της μητέρας με τον πατέρα ή ιδρύεται με την αναγνώριση, εκουσία ή δικαστική.»

«Άρθρο 1576 – Αυτοδίκαιη λύση»

Η υιοθεσία λύνεται αυτοδικαίως και αίρεται αναδρομικά η σχέση που απορρέει από αυτήν, αν τελέσουν γάμο ή συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης, κατά παράβαση του νόμου, ο θετός γονέας με το θετό τέκνο. Αν ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης ακυρώθηκε, διατηρούνται από τη σχέση υιοθεσίας μόνο τα περιουσιακά δικαιώματα του θετού τέκνου.»

loukasΣύμφωνο Συμβίωσης